Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

οὐ μὴ διατρίψεις

См. также в других словарях:

  • διατρίψεις — διάτριψις grinding fem nom/voc pl (attic epic) διάτριψις grinding fem nom/acc pl (attic) διατρί̱ψεις , διατρίβω rub hard aor subj act 2nd sg (epic) διατρί̱ψεις , διατρίβω rub hard fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρίβω — (AM διατρίβω) 1. διαμένω, παραμένω, κατοικώ 2. (για χρόνο) ξοδεύω, σπαταλώ, περνώ την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», Ξεν. Ελλ.) 3. (απολ.) χάνω τον καιρό μου, χρονοτριβώ, καθυστερώ («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.) 4.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»